Λέσβιον

Λέσβιον
Λέσβιος
from Lesbos
masc acc sg
Λέσβιος
from Lesbos
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λέσβιον — λέσβιος from Lesbos masc acc sg λέσβιος from Lesbos neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεσβίος — ία, ο, θηλ. και λεσβιάδα (AM λεσβίος, ία, ον, Α θηλ. και λεσβίας, άδος και λεσβίς, ίδος) [Λέσβος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λέσβο ή προέρχεται από τη Λέσβο 2. (το αρσ. και θηλ. ως εθνικά) ο Λεσβίος, η Λεσβία ο κάτοικος τής Λέσβου ή… …   Dictionary of Greek

  • Λέσβος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Λαπίθη από τη Θεσσαλία. Φέρεται ως ιδρυτής της πόλης Μυτιλήνης του επίσης ομώνυμού του νησιού του Αιγαίου. Ο Λ. παντρεύτηκε την Μήθυμνα, κόρη του τοπικού βασιλιά Μακαρέα. Ο σχετικός μύθος υποδηλώνει ότι οι… …   Dictionary of Greek

  • ЗАФИРОПУЛОС — Зафириос [Зафириос Зафиропулос Смирнский; греч. Ζαφείριος Ζαφειρόπουλος ὁ Σμυρναῖος] (ок. 1775 1800, Смирна, ныне Измир, Турция 1851, Афины), мелург, кодикограф, учитель церковного пения. Отец З. Апостолис Зафиропулос Пелопоннесский, известный в… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”